στύμμα

στύμμα
(I)
το, Ν [στύβω]
ό,τι απομένει από στυμμένο φρούτο.
————————
(II)
-ύμματος, τὸ, Α [στύφω]
1. καθετί που χρησιμοποιείται για τη στερεοποίηση υλικών, ιδίως ύλη κατάλληλη για την πήξη ελαίων και μύρων προκειμένου να διατηρήσουν το άρωμά τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα
2. βαφική ύλη στην οποία εμβάπτιζαν το μαλλί και τα μάλλινα υφάσματα κατά την προκαταρκτική επεξεργασία τους, πριν από την κυρίως βαφή, για να γίνει ανεξίτηλο το χρώμα τους
3. μτφ. προκαταρκτικό μέσο που αποβλέπει στην προσεκτική ακρόαση («στύμματι αὐστηροτάτῳ παρ' ἔκαστα προσχρῆται τῷ φόβῳ», Κλήμ. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στῦμμα — astringent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεμονόστυμμα — το η λεμονόκουπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμόνι + στύμμα (< στύβω)] …   Dictionary of Greek

  • στυμνός — ή, όν, Α συμπαγής, σκληρός, στερεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῦμμα + επίθημα νός (πρβλ. ἐρυμ νός: ἔρυμα)] …   Dictionary of Greek

  • στυμμάτων — στῡμμάτων , στῦμμα astringent neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύμμασι — στύ̱μμασι , στῦμμα astringent neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύμμασιν — στύ̱μμασιν , στῦμμα astringent neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύμματα — στύ̱μματα , στῦμμα astringent neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύμματι — στύ̱μματι , στῦμμα astringent neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύμματος — στύ̱μματος , στῦμμα astringent neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • steu̯ǝ- —     steu̯ǝ     English meaning: to get dense or tight     Deutsche Übersetzung: ‘sich verdichten, sich ballen”     Note: perhaps stüu , stǝu : stū̆ with stüi : stī̆ : sti̯ ü ‘sich verdichten, stocken” as extension eines *stü auffaßbar… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”